- υαλουργείο
- το / ὑαλουργεῑον, ΝΜΑ, και ὑελουργεῑον και ὑαλούργιον Α [υαλουργός]εργαστήριο ή εργοστάσιο υαλουργού, υαλοποιείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υαλουργείο — υαλουργείο, το και υελουργείο, το εργαστήριο ή εργοστάσιο κατασκευής γυαλιού ή γυάλινων ειδών, εργαστήριο υαλουργού, υαλοποιείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υαλοποιείο — το, Ν [υαλοποιός] το υαλουργείο … Dictionary of Greek
υαλουργία — η / ὑαλουργία, ΝΜ, και υελουργία Ν [ὑαλουργός] η τέχνη και το έργο τής παρασκευής γυαλιού ή τής κατασκευής γυάλινων ειδών, η υαλοποιία νεοελλ. 1. εργαστήριο ή εργοστάσιο παραγωγής γυαλιού ή γυάλινων αντικειμένων, υαλουργείο 2. αντίστοιχος… … Dictionary of Greek
υαλουργείον — και ὑελουργεῑον, τὸ, Α βλ. υαλουργείο … Dictionary of Greek
υελουργείον — τὸ, Α βλ. υαλουργείο … Dictionary of Greek
Βιρκάλα, Τάπιο — (Tapio Wirkala, Ελσίνκι 1905 – 1985). Φιλανδός ζωγράφος. Συνεργάστηκε με τις τοπικές βιομηχανίες κεραμικής και υαλουργίας και κυρίως με το υαλουργείο της Ιιτάλα που σημείωσε αλματώδη εξέλιξη τα μεταπολεμικά χρόνια χάρη στην προσωπικότητα του… … Dictionary of Greek
υαλοποιείο — το υαλουργείο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)